- δικτάτορες
- δικτά̱τορες , δικτάτωρdictatormasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Варналис, Костас — Костас Варналис Κώστας Βάρναλης Псевдонимы: Димос Таналиас Дата рождения: 26 февраля 1884(1884 02 26) Место рождения: Бургас, Болгария … Википедия
πραιτωριανός — πραιτωριανός, ή, όν, ΝΑ, και πραιτοριανός, Ν 1. αυτός που έχει σχέση με τον πραίτωρα ή ανήκει σε αυτόν 2. δορυφόρος, σωματοφύλακας τού πραίτωρα 3. το αρσ. ως ουσ. ο πραιτωριανός ή πραιτοριανός α) στρατιώτης τής προσωπικής φρουράς τού Ρωμαίου… … Dictionary of Greek
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek
Βολιβία — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει στα Β και στα ΒΑ με τη Βραζιλία, στα Δ με το Περού και τη Χιλή και στα Ν με την Αργεντινή και την Παραγουάη.Η Β. είναι η μοναδική χώρα της Νότιας Αμερικής, μαζί με την Παραγουάη, που δεν έχει έξοδο προς τη… … Dictionary of Greek
Καλντάρα, Αντόνιο — (Antonio Caldara, Βενετία 1670; – Βιέννη 1736). Ιταλός συνθέτης. Ξεκίνησε ως ψάλτης στον Άγιο Μάρκο της Βενετίας, αργότερα διορίστηκε συνθέτης στην υπηρεσία ευρωπαϊκών Αυλών και στη συνέχεια του ανέθεσαν πολλές μουσικές παραγγελίες στη Μάντοβα,… … Dictionary of Greek
Λάμψας, Ιωάννης — (Αθήνα 1921 – 2002). Δημοσιογράφος και συγγραφέας. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σταδιοδρόμησε ως δημοσιογράφος συνεργαζόμενος με τις εφημερίδες Ελευθερία, Το Βήμα, Καθημερινή, Ακρόπολις, Ώρα, Ημέρα, Μεσημβρινή και Ελεύθερος … Dictionary of Greek
Μαλάουι — Κράτος της νοτιοανατολικής Αφρικής. Συνορεύει στα Ν, Α και Δ με τη Μοζαμβίκη, στα Β με την Τανζανία και στα Δ με τη Ζάμπια.Χώρα αποκλειστικά ηπειρωτική, το Μ. συνορεύει σε μήκος 1.569 χλμ. με τη Μοζαμβίκη, 475 χλμ. με την Τανζανία και 837 χλμ. με … Dictionary of Greek
εθνοσωτήρας — ο αυτός που σώζει το έθνος από κάποια συμφορά: Οι δικτάτορες πιστεύουν ότι είναι εθνοσωτήρες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καρμανιόλα — η (λ. ιταλ.), λαιμητόμος: Οι δικτάτορες έπρεπε να περάσουν από καρμανιόλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταδυναστεύω — καταδυνάστευσα, καταπιέζω, ασκώ τυραννική εξουσία: Οι δικτάτορες καταδυνάστευσαν το λαό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)